- ορροποτώ
- ὀρροποτῶ, -έω (Α)(δ. γρφ.) βλ. οροποτώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οροποτώ — ὀροποτῶ και, δ. γρφ., ὀρροποτῶ, έω (Α) πίνω ορό, δηλ. τυρόγαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρός + ποτῶ (< πότης < πίνω)] … Dictionary of Greek